- χινοπωριάτικος
- η , ο осенний
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χινοπωριάτικος — η, ο, Ν (διαλ. τ.) φθινοπωρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χινόπωρο + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. ανοιξ ιάτικος)] … Dictionary of Greek
χινοπωριάτικος — η, ο φθινοπωρινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθινοπωριάτικος — φθινοπωριάτικος, η, ο και χινοπωριάτικος, η, ο φθινοπωρινός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)